ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΜΑΣ

Ο Σύλλογος μας σε συνέχεια της επιστολής του προς τους οικονομικούς κρατικούς επιτελείς,  αίτημα δίκαιης φορολόγησης , ζήτησε και έλαβε από τον διακεκριμένο φοροτεχνικό Κο Ηλία ΜΗΤΣΙΟ ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη μελέτη – πρόταση- για την ορθή και δίκαιη ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ των ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΩΝ  των ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ μας, και ειδικότερα του 11μηνου.

Η απόφαση της Κυβέρνησης για την φορολόγηση των αναδρομικών των ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ του 11μηνου ( Μάιος 2015 έως Ιούνιος 2016) αθροιστικά με τα εισοδήματα και  τους φορολογικούς συντελεστές των ετών 2015 και 2016, και επιπλέον με εισφορά αλληλεγγύης, οδηγεί σε συνολική φορολογία και επιστροφή έως 48% του ποσού που κατεβλήθη και το οποίο εκτός των άλλων είναι άδικο , παράλογο , και καταχρηστικό.

Όταν μάλιστα για ανάλογα αναδρομικά ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ  άλλων ομάδων Συνταξιούχων   έχει επιβάλει αυτοτελή ΦΟΡΟΛΟΓΙΣΗ με συντελεστή 20% , χωρίς ΚΑΜΙΑ άλλη φορολογική επιβάρυνση και υποχρέωση.

Έχει έτσι δημιουργήσει ένα σοβαρό και αξεπέραστο φορολογικό προηγούμενο.

Με την τεκμηριωμένη και δίκαιη αυτή φορολογική γνωμάτευση- πρόταση- αποδεικνύεται και επιβάλλεται πλέον στην ΑΑΔΕ και στην Κυβέρνηση, να αναθεωρήσει και να τροποποιήσει την απόφαση της, για ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ των αναδρομικών των ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ μας. Για λόγους ισονομίας επιβάλλεται   αυτοτελής ΦΟΡΟΛΟΓΙΣΗ των δικών μας αναδρομικών μας, με συντελεστή 20% και χωρίς καμία άλλη φορολογική υποχρέωση και επιβάρυνση.

ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ από την  Κυβέρνηση ,το Υπουργείο Οικονομικών και την ΑΑΔΕ, να αποδεχθούν και να εφαρμόσουν και για την περίπτωση μας, την ίδια φορολογική πολιτική.

Η ισονομία και η αναλογικότητα των φορολογικών βαρών, είναι Συνταγματική επιταγή  και Δημοκρατική υποχρέωση, κάθε ευνοούμενου κράτους.

Ειδικότερα για τους Συνταξιούχους μέλη μας, το συγκεκριμένο θέμα ,αποτελεί και όρο 

επιβίωσης  στις σημερινές δύσκολες οικονομικές συνθήκες.

Σας κοινοποιούμε την σχετική  μελέτη – πρόταση.

«’’ ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΜΙΣΘΩΤΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ (ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥ) ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΕ ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΕΤΟΣ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΓΕΤΑΙ –ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΦΟΡΟΥ – ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ

 Ι.      Διατάξεις που ισχύουν μέχρι 31.12.2013 (ν. 2238/1994)

  1. Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες

Άρθρο 46 παράγ. 1 του ν. 2238/1994

  1. Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες (μισθοί, συντάξεις) θεωρείται ο χρόνος στον οποίο ο δικαιούχος απέκτησε δικαίωμα είσπραξής του

Ειδικά, προκειμένου για αποδοχές και συντάξεις, που καταβάλλονται σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται σε μισθωτούς ή συνταξιούχους, με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση χρόνος απόκτησής τους δύναται να θεωρείται και ο χρόνος στον οποίο εισπράττονται από τους δικαιούχους. Σε περίπτωση επιλογής φορολόγησης κατά το χρόνο είσπραξής τους εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτ. δ της παράγ. 4 του άρθρου 45 (ν. 2238/1994).

  1. Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από συντάξεις που καταβάλλεται αναδρομικά

Στο άρθρο 45 παράγ. 4 περίπτ. δ του ν. 2238/1994 ορίζεται ότι δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο :

δ. Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) από τις κάθε είδους καθαρές αποδοχές, πρόσθετες αμοιβές, αποζημιώσεις και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, σε μισθωτούς ή συνταξιούχους με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, καθώς και από δεδουλευμένες καθαρές αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος, σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, λόγω έκδηλης οικονομικής αδυναμίας του εργοδότη του και εφόσον έγινε επίσχεση της εργασίας από τους μισθωτούς ή αν ο εργοδότης κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης.

 ΙΙ.     Διατάξεις που ισχύουν από 01.01.2014 (ν. 4172/2013)

  1. Χρόνος κτήσης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες

Άρθρο 8 παράγ. 4 του ν. 4172/2013 (Α 167)

  1. Χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του.

Κατ’ εξαίρεση για τις αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος είσπραξής τους, εκτός από την περίπτωση που εισπράττονται αναδρομικά κατόπιν ένστασης ή δικαστικής απόφασης, όπου χρόνος κτήσης τους δύναται να θεωρείται και ο χρόνος στον οποίο ανάγονται.

Ειδικά για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττονται το έτος 2014 και μετά και εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο ή προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο το έτος στο οποίο ανάγονται, υπάγονται σε φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται (ισχύει από 12.12.2019). Το δεύτερο εδάφιο της παράγ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4172/2013 προστέθηκε με την παράγ. 1 του άρθρου 33 του ν. 4772/2021 και σύμφωνα με την παράγ. 3 του άρθρου  49 του ίδιου νόμου, ισχύει για τις αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις που εισπράττονται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 01.01.2021 και μετά.Το τρίτο εδάφιο της παράγ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4172/2013 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4646/12.12.2019 (Α 201) και σύμφωνα με την παράγ. 1 του άρθρου 66 του ίδιου νόμου ισχύει από 12.12.2019.

Το εδάφιο που αντικαταστάθηκε είχε ως εξής:

«Κατ’ εξαίρεση, για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις σε φορολογικό έτος μεταγενέστερο, χρόνος απόκτησης του εν λόγω εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που εισπράττονται, εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο». (ισχύει από 01.01.2014 έως 11.12.2019)

  1. Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από συντάξεις που καταβάλλεται αναδρομικά

Άρθρο 60 παράγ. 4 του ν. 4172/2013

  1. Στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά σύμφωνα με το άρθρο 12 (εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις) καθώς και στις πρόσθετες αμοιβές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές διενεργείται παρακράτηση (φόρου) με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καταβαλλόμενο ποσό ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά. Ειδικά στις καθαρές αμοιβές […]

Εξαιρετικά, στα εφάπαξ χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους του εφάπαξ χρηματικού ποσού των άρθρων 10 έως 15 του ν. 4575/2018 (Α 192/14.11.2018), μετά την παρακράτηση με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) που ορίζεται στις διατάξεις της παραγράφου αυτής, εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά, «συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43 Α» (Το τρίτο εδάφιο της παράγ. 4 του άρθρου 60 του ν. 4172/2013, προστέθηκε με το άρθρο 86 του ν. 4582/11.12.2018 (Α 208) και σύμφωνα με το άρθρο 97 του ίδιου νόμου ισχύει από 11.12.2018. Η φράση «συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43 Α» του τελευταίου εδαφίου προστέθηκε με τις παράγ. 1 και 2 του άρθρου 52 του ν. 4607/24.04.2019 (Α65) και ισχύει για εισοδήματα που αποκτούνται από 14.11.2018).

Με την εγκ. Πολ. 1242/28.12.2018 της ΑΑΔΕ αποσαφηνίζεται το καθεστώς φορολογικής μεταχείρισης για τα εφάπαξ χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους των άρθρων 10 έως και 15 του ν.4575/2018 ότι στα στελέχη που εμπίπτουν σε ειδικά μισθολόγια εμπίπτουν και οι συνταξιούχοι των ίδιων κατηγοριών.

ΙΙΙ.     ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ

Ερμηνεύοντας συνδυαστικά τις παραπάνω διατάξεις που αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές – συντάξεις που καταβάλλονται σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται με βάση δικαστικής απόφασης προκύπτουν τα ακόλουθα.

  1. Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από συντάξεις που εισπράττονται αναδρομικά

α. Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες – συντάξεις θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του.

β. Χρόνος απόκτησης των εν λόγω εισοδημάτων από 01.01.2014 έως 11.12.2019 θεωρείται ο χρόνος που εισπράττονται εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια μία και μοναδική βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο. Προφανώς η εν λόγω διάταξη να δημιουργεί και ζήτημα συνταγματικότητας. Δηλαδή, το εισόδημα της αναδρομικής σύνταξης φορολογείται με τους συντελεστές του έτους που εισπράττονται ενώ το ορθό και δίκαιο είναι να φορολογείται με τους συντελεστές του έτους που ανάγονται.

γ. Χρόνος απόκτησης ειδικά για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές από 12.12.2019 και μετά, που εισπράττονται από το έτος 2014 και μετά θεωρείται το έτος στο οποίο ανάγονται και υπάγονται στο φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο ή προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο.

Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι για τις συντάξεις που εισπράττονται μεταγενέστερα από το έτος που ανάγονται, χρόνος απόκτησης θεωρείται το έτος που εισπράττονται (01.01.2014-11.12.2019) και το έτος που ανάγονται από 12.12.2019 και μετά, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 66 παράγ. 1 του ν. 4646/12.12.2019

  1. Παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από συντάξεις που καταβάλλεται αναδρομικά

α. Στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά είτε βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή συλλογικής σύμβασης, είτε για άλλη αιτία που δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές στο χρόνο που ανάγονται διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20% στο συνολικά καταβαλλόμενο φορολογητέο εισόδημα για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά.

β. Ο δικαιούχος των αναδρομικών συντάξεων μέχρι το φορολογικό έτος 2013 τις οποίες εισέπραξε μεταγενέστερα σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις της παράγ. 1 του άρθρου 46 και παράγ. 4 περίπτ. δ του άρθρου 45 του ν. 2238/1994 έχει τη δυνατότητα να επιλέξει τον τρόπο φορολόγησης: α) να θεωρήσει χρόνο απόκτησης το χρόνο που εισπράττονται και να τις συμπεριλάβει στη δήλωση του έτους με έκπτωση ποσοστού 20%, το οποίο ποσό της έκπτωσης, δεν υπόκειται σε φόρο ή β) να υποβάλει συμπληρωματική-τροποποιητική δήλωση για το έτος που ανάγονται χωρίς του ποσοστού 20% της έκπτωσης, χωρίς καμία περαιτέρω προϋπόθεση.

Η νομοθετική αυτή δυνατότητα οδηγεί σε σημαντικό φορολογικό πλεονέκτημα και δεν αποβλέπει σε αποφυγή της φορολόγησης ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές προθέσεις του υποκειμένου στο φόρο, εφόσον δεν αντίκειται στο πνεύμα και στο σκοπό των φορολογικών διατάξεων που ίσχυαν γι’ αυτή την ειδική περίπτωση.

γ. Στις συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά από το έτος 2014 και μετά διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20% «ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν  τα εισοδήματα αυτά». Δηλαδή για τα εισοδήματα αυτά δεν προσδιορίζεται χρόνος απόκτησης αρκεί να αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο για να φορολογηθούν.

Επομένως, με τη φράση «ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά» παρέχεται η δυνατότητα στη Φορολογική Διοίκηση για τα εν λόγω αναδρομικά εισοδήματα να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγ. 4 περίπτ. δ του ν. 2238/1994.

δ. Για τις αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις που εισπράττονται αναδρομικά κατόπιν δικαστικής απόφασης παρέχεται η δυνατότητα στους δικαιούχους αυτών να επιλέξουν το χρόνο φορολόγησης τους είτε το χρόνο είσπραξής τους είτε το χρόνο που ανάγονται.

ε. Η διαφορετική ή ακριβέστερα ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των συνταξιούχων που εμπίπτουν σε ειδικά μισθολόγια έναντι γενικά των συνταξιούχων άλλων κατηγοριών καθώς και η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση για τις αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις που εισπράττονται αναδρομικά για τις οποίες χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος που εισπράττονται αλλά «δύναται να θεωρείται και ο χρόνος στον οποίο ανάγονται, συνιστά άνιση μεταχείριση κατά την αρχή της ισότητας».

στ. Η εγκ. Πολ. 1242/28.12.2018 της ΑΑΔΕ που υπαγάγει σε ευνοϊκό καθεστώς φορολογικής μεταχείρισης των συνταξιούχων των ειδικών μισθολογίων έναντι των λοιπών συνταξιούχων άλλων κατηγοριών προφανώς εκδόθηκε χωρίς ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση που να προβλέπεται ρητώς από τον εξουσιοδοτικό νόμο, είναι ανίσχυρη και δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως αντικείμενη στο άρθρο 43 του Συντάγματος. Με την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης που εφαρμόζεται σε μία μόνο κατηγορία συνταξιούχων έναντι όλων των συνταξιούχων της ίδιας κατηγορίας εισοδήματος οδηγεί τελικά σε διαφορετική φορολογική επιβάρυνση προς τις αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας.

Δηλαδή δεν υφίσταται καμία αντικειμενική διαφορά των συνταξιούχων αυτών ικανή να δικαιολογείται μια τέτοια ευνοϊκή μεταχείριση ή δικαιολογητικός λόγος για τη διάκριση αυτή (ίδιας κατηγορίας εισόδημα, σύνταξη, καθορισμός ορίου διαβίωσης  ανά κατηγορία συνταξιούχων ή εύλογες δαπάνες διαβίωσής τους κ.ά.).

Ο κοινός νομοθέτης διαθέτει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει το κατάλληλο, κατά την εκτίμησή του, φορολογικό σύστημα, χωρίς να αποκλείεται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, πλην όμως η μεταχείριση αυτή δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη, αλλά να στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες τελεί κάθε κατηγορία, υπό το φως και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.

  1. IV. ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΦΟΡΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΥΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (Ε1)

Η Διεύθυνση Ανάπτυξης Φορολογικών Εφαρμογών (ΔΑΦΕ) της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης πραγματοποιεί την εκκαθάριση των δηλώσεων φυσικών προσώπων που υπεβλήθησαν ηλεκτρονικά, εκδίδει τις Πράξεις Διοικητικού ή Διορθωτικού Προσδιορισμού Φόρου κατά περίπτωση. Παράλληλα, κοινοποιεί τις πράξεις στους φορολογούμενους, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. α΄ της παράγ. 2 του άρθρου 5 του ν.4174/2013.  Ο φορολογούμενος λαμβάνει στην προσωπική θυρίδα του στο taxinet ειδοποίηση με διαδρομή (link) που τον οδηγεί στην αντίστοιχη σελίδα του δικτυακού τόπου της Α.Α.Δ.Ε., όπου έχει τη δυνατότητα να δει και να εκτυπώσει την εκδοθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου. Επιπρόσθετα αποστέλλεται ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα από τον φορολογούμενο διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Η πράξη Διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται με βάση την αρχική ή τις εμπρόθεσμες τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων ή «με βάση κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή της» η Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 32 του ν. 4174/2013.

Στην έννοια «με βάση κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή της» η Φορολογική Διοίκηση συμπεριλαμβάνεται και η βεβαίωση των αναδρομικών ποσών των συντάξεων που έλαβε ο δικαιούχος συνταξιούχος την οποία απέστειλε ηλεκτρονικά στην υπηρεσία της ο αρμόδιος φορέας που τα κατέβαλε, η οποία όμως δεν νοείται νέο στοιχείο της παράγ. 5 του άρθρου 25 του ν. 4174/2013 που να παρέχεται η δυνατότητα στη Φορολογική Διοίκηση να εκδώσει πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον η υπόθεση ήταν γνωστή στη Φορολογική Διοίκηση από αντιδικία.

Στην ετήσια μία και μοναδική βεβαίωση των αποδοχών της σύνταξης καθώς και στη βεβαίωση των αναδρομικών ποσών των συντάξεων που εκδίδει ο φορέας στον δικαιούχο αυτών αναγράφονται τα ποσά της σύνταξης και της αναδρομικής σύνταξης τα οποία καταθέτει σε τραπεζικό λογαριασμό του χωρίς να τον ενημερώνει περί της υποκείμενης κατάθεσης και χωρίς να του αποστέλλει αντίγραφο αυτών.

Οι ενδείξεις με τα στοιχεία και τα ποσά που αναγράφονται στη βεβαίωση αποδοχών ή συντάξεων που χορηγεί ο εργοδότης ή ο ασφαλιστικός φορέας δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να μεταβάλλονται. Εάν συντρέχει περίπτωση, μεταβάλλονται μόνο από τον κατά νόμο αρμόδιο εκδότη αυτών, στον οποίο πρέπει να απευθύνονται οι φορολογούμενοι.

Έξάλλου, είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι των συνταξιούχων δεν έχουν τη γνώση και τη δυνατότητα να αντλήσουν οποιαδήποτε πληροφορία με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου της πλατφόρμας της Φορολογικής Διοίκησης και για τις συναλλαγές αυτές χρησιμοποιούν πρόσωπα που διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και εμπειρία (Λογιστές φοροτεχνικοί). Απευθύνονται στα πρόσωπα αυτά για την υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης (Ε1) τα εισοδήματα των οποίων είναι προσυμπληρωμένα και προχωρούν στην οριστικοποίηση της δήλωσης του συνταξιούχου με συμβολική αμοιβή απασχόλησης και σε πολλές περιπτώσεις δωρεάν (συνεργασία πολλών ετών, φίλοι κλπ.). Εκτυπώνουν αντίγραφο της δήλωσης Ε1 καθώς και την πράξη προσδιορισμού του φόρου τα οποία χορηγούν στο συνταξιούχο χωρίς την εκτύπωση των δικαιολογητικών που στηρίζονται οι συμπληρωμένοι κωδικοί της δήλωσης (κόστος αναλώσιμων υλικών, μελάνια, χαρτί κ.λπ.).

  1. V. ΠΡΟΤΑΣΗ

Τα ποσά των συντάξεων που καταβάλλονται αναδρομικά με βάση δικαστικής απόφασης σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγοται να υπαχθούν σε αυτοτελή φορολογία

με συντελεστή 20% στο σύνολό τους, και να εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου συνταξιούχου για τα εισοδήματα αυτά.

Η πρόταση στηρίζεται κατά βάση στη συνταγματική επιταγή της ισότητας, της ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας και διασφαλίζει μείωση του οικονομικού κόστους.

Διαδικασία εφαρμογής της πρότασης

α. Για τις αναδρομικές συντάξεις που διενεργήθηκε παρακράτηση φόρου

Ο ασφαλιστικός φορέας στα ποσά της σύνταξης που καταβάλλει αναδρομικά βάσει δικαστικής απόφασης, διενεργεί παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%, στο συνολικά καταβαλλόμενο φορολογητέο εισόδημα και απόδοσής του στο Κράτος, με την προβλεπόμενη διαδικασία, εκδίδει σε έντυπη μορφή τη βεβαίωση με τα ποσά των αναδρομικών συντάξεων και του παρακρατηθέντος φόρου που χορηγεί στον δικαιούχο την οποία αποστέλλει στη Φορολογική Διοίκηση, με ηλεκτρονικό αρχείο μέσω διαδικτύου (TAXISnet).

Για την υποβολή αρχείου συντάξεων αρμόδιος φορέας είναι αποκλειστικά και μόνο η Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης (Η.ΔΙ.Κ.Α.) για όσα ταμεία ασκεί την εποπτεία αποστέλλοντας τα ποσά με κωδικό αρχείου εισοδήματος «30. Αναδρομικά κύριας σύνταξης που φορολογούνται στο έτος που ανάγονται» ή «50. Αναδρομικά εισοδήματα αυτοτελώς φορολογούμενα».

Το καθαρό ποσό των συντάξεων που εισπράττει ο δικαιούχος – συνταξιούχος στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος (Ε1) θα εμφανίζεται στους κωδικούς 619-620 εισοδήματα που φορολογούνται με ειδικό τρόπο με ηλεκτρονική πληροφόρηση.

Η Φορολογική Διοίκηση πραγματοποιεί την εκκαθάριση της δήλωσης και οίκοθεν εκδίδει την «πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου με βάση την 1η τροποποιητική δήλωση υπαιτιότητας φορολογούμενου» σύμφωνα με τη βεβαίωση αναδρομικών συντάξεων (ποσά σύνταξης και φόρου) που απέστειλε ηλεκτρονικά ο ασφαλιστικός φορέας που τα κατέβαλε, χωρίς να βεβαιώνεται οφειλή του συνταξιούχου, εφόσον δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου, την οποία κοινοποιεί στον συνταξιούχο με την προβλεπόμενη διαδικασία.

Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αναγράφει σε σημείωση:

«Για την ακύρωση ή τροποποίηση της πράξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 63Β του ν.4174/2013, για πρόδηλη έλλειψη φορολογική υποχρέωσης ή για αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος ο υπόχρεος υποβάλλει αίτηση εντός προθεσμίας τριών (3) ετών από την κοινοποίηση αυτής. Αν η έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης οφείλεται σε επιγενόμενο λόγο, που γεννήθηκε εντός του τελευταίου τριμήνου της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου, η αίτηση δύναται να υποβληθεί εντός τριών (3) μηνών από την γέννηση του λόγου αυτού».

 

β. Για τις αναδρομικές συντάξεις που δεν διενεργήθηκε παρακράτηση φόρου.

Ο ασφαλιστικός φορέας που καταβάλλει συντάξεις μεταγενέστερα του έτους στο οποίο ανάγονται φέρει την ευθύνη να διενεργήσει και την παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20% και την απόδοσή του στο Κράτος. Στην προκειμένη περίπτωση ο φορέας είτε από παραδρομή είτε από εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία σχετικής διάταξης δεν διενήργησε παρακράτηση φόρου.

Στην προκειμένη περίπτωση ο φορέας απέστειλε τη βεβαίωση αναδρομικών συντάξεων στη Φορολογική Διοίκηση και κατέθεσε τα ποσά αυτής σε τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου συνταξιούχου ελεύθερα φόρου, χωρίς παρακράτηση και χωρίς ηλεκτρονική πληροφόρηση για να καταχωρηθούν στους σχετικούς κωδικούς της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1).

Στην περίπτωση αυτή, η Φορολογική Διοίκηση με βάση τη βεβαίωση με τα ποσά της αναδρομικής σύνταξης που έχει στη διάθεσή της ή και να ζητήσει από τον φορέα που κατέβαλλε τα αναδρομικά ποσά της σύνταξης να της αποσταλλεί βεβαίωση αποδοχών αναδρομικής σύνταξης με κωδικό εισοδήματος «30. Αναδρομικά κύριας σύνταξης που φορολογούνται στο έτος που ανάγονται», χωρίς παρακράτηση φόρου, τα οποία θα καταχωρηθούν στους κωδικούς 619-620 εισοδήματα που φορολογούνται με ειδικό τρόπο, με ηλεκτρονική πληροφόρηση.

Η Φορολογική Διοίκηση στη συνέχεια πραγματοποιεί την εκκαθάριση της δήλωσης οίκοθεν εκδίδει την «πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου με βάση την 1η τροποποιητική δήλωση υπαιτιότητας φορολογούμενου» με την οποία βεβαιώνεται η οφειλή του δικαιούχου συνταξιούχου με βάση τη βεβαίωση των συντάξεων που απέστειλε ηλεκτρονικά στην υπηρεσία της ο αρμόδιος φορέας που τα κατέβαλλε, τα οποία δεν περιλήφθησαν σε δήλωση. Δηλαδή, επί του ποσού της βεβαίωση αποδοχών αναδρομικής σύνταξης θα υπολογίζεται ο φόρος με συντελεστή 20% και θα εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου συνταξιούχου για το εισόδημα αυτό.

γ. Εναλλακτικός τρόπος απόδοσης του φόρου

Η υποχρέωση παρακράτησης φόρου αφορά αποκλειστικά τον ασφαλιστικό φορέα ο οποίος έχει ιδία και αυτοτελή υποχρέωση όπως προβεί στην παρακράτηση και απόδοση του παρακρατηθέντος ποσού στο Δημόσιο, υποβάλλοντας σχετική δήλωση. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο ασφαλιστικός φορέας δεν διενήργησε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20%, ο φόρος να αποδοθεί από το δικαιούχο συνταξιούχο επί του ποσού της αναδρομικής σύνταξης που αναγράφεται στη σχετική βεβαίωση, επιβαρυνόμενος με τόκους εκπρόθεσμης καταβολής εφόσον δεν καταβληθεί εντός της προθεσμίας που θα οριστεί από τη σχετική απόφαση της ΑΑΔΕ.

Στις αμοιβές που καταβάλλονται αναδρομικά βάσει δικαστικής απόφασης δεν διενεργείται παρακράτηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, εφόσον δεν συντέλλονται με τις τακτικές αποδοχές, για τις οποίες δεν ορίζεται παρακράτηση ΦΜΥ με συντελεστή 20% (Εγκ. Πολ. 1010/25.01.2013 και απόφ. Πολ. 1104/09.04.2014 Υπ.Οικ.).

 

 VI. ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ή ΟΧΙ ΦΟΡΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

Τα πρόσωπα της παράγ. 1 του άρθρου 59 του ν. 4172/2013 υποχρεούνται να παρακρατούν φόρος σύμφωνα με το σύστημα φορολόγησης στην πηγή και κατά την παράγραφο 2 όταν το πρόσωπο καταβάλλει εισόδημα από μισθωτή εργασία φέρει και την ευθύνη παρακράτησης φόρου. Όταν καταβάλλει αναδρομικά συντάξεις διενεργεί παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20% σύμφωνα με την παράγ. 4 του άρθρου 60 του ίδιου νόμου.

Στην περίπτωση που εκείνος, ο οποίος έχει υποχρέωση παρακράτησης φόρου δεν παρακράτησε τον οικείο φόρο, ο δικαιούχος όμως δήλωσε στη φορολογική του δήλωση το εισόδημα και φορολογήθηκε γι’ αυτό, δεν τίθεται θέμα καταλογισμού σε βάρος του υπόχρεου σε παρακράτηση για τον μη παρακρατηθέντα φόρο. Αυτό γιατί με βάση τη διαδικασία που ακολουθείται στις φορολογικές Αρχές ο καταλογισμός φόρου σε βάρος του υπόχρεου οι οποίοι δεν παρακράτησαν τον οφειλόμενο φόρο είναι επισφαλής ως προς την τελική επιστροφή του ήδη καταβληθέντος από τους δικαιούχους των αμοιβών φόρου είτε λόγω υπηρεσιακών αδυναμιών είτε λόγω υποκειμενικής συμπεριφοράς του δικαιούχου του επιστρεφόμενου ποσού, ο οποίος δεν θα επιστρέψει στον υπόχρεο παρακράτησης το ποσό που αυτός κατέβαλε για λογαριασμό του, δημιουργούνται ανεπιθύμητες προστριβές και προκαλούνται αντιδικίες μεταξύ των φορολογικών Αρχών.

Συνεπώς, με τα παραπάνω δεν θα υπολογιστεί ο φόρος που δεν παρακρατήθηκε σε εκείνον που είχε υποχρέωση παρακράτησης του οικείου φόρου, αλλά ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλει το φόρο που δεν παρακρατήθηκε καθώς και τυχόν τόκους και πρόστιμα του δέκατου κεφαλαίου του ν. 4174/2013.

Επισημαίνεται ότι δεν επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο όταν υποβάλλει εκπρόθεσμα ή υποβάλλει ελλιπή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου (άρθρο 54 παράγ. 1α του ν. 4174/2013).

VΙI.   ΑΠΟΨΗ – ΓΝΩΜΗ ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΓΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Για τις κάθε είδους πρόσθετες αμοιβές που καταβάλλονται μεταγενέστερα του έτους στο οποίο ανάγονται με εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων να διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20% και να εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου αυτών. Διότι, η υποχρέωση για καταβολή αποδοχών κατόπιν αγωγής του μισθωτού διαφέρει ανάλογα με την απαίτηση της διαφοράς, αν οφείλεται σε δεδουλευμένες αποδοχές, υπερωρίες ή επιδόματα που προβλέπονται από κανόνες δικαίου ή συμβατικούς, τα οποία ο εργοδότης δεν χορήγησε από εσφαλμένη εφαρμογή της σχετικής διάταξης.

Επειδή, για κάθε μία διαφορά των προαναφερομένων περιπτώσεων ενδεχομένως να δημιουργείται και θέμα αναδρομικής ασφάλισης συνεπώς είναι αναγκαία και άμεσης εφαρμογής η λογική και εύλογη αυτή γνώμη για την επίλυση της αναφερόμενης διαφοράς συνάδουσα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, όπου διοίκηση και διοικούμενοι οδηγούνται σε άσκοπες δίκες και έξοδα.

Κατ’ ανάλογη εφαρμογή με τον παραπάνω συντελεστή 20% να διενεργείται και η παρακράτηση φόρου για κάθε είδους πρόσθετες αμοιβές που καταβάλλονται αναδρομικά εφόσον δεν συμπεριλαμβάνονται στη μισθωτική κατάσταση του έτους που καταβάλλονται.

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚ. ΜΗΤΣΙΟΣ

πρώην ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΟΦΕΕ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Φοροτεχνικών Ελεύθερων Επαγγελματιών)

ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΩΝ ΟΚΕ ΕΛΛΑΔΟΣ (Οικονομική Επιτροπή Ελλάδος)

ΜΕΛΟΣ ΔΣ CFE (Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνομοσπονδία Φοροτεχνικών)

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ    »’’

Συνάδελφοι

Μετά και την παραπάνω παρέμβαση μας, προς το Υπουργείο Οικονομικών και την ΑΑΔΕ, αναμένουμε την απάντησή τους για την εξέλιξη του θέματος.

Θυμίζουμε ότι η υποχρέωση των τροποποιητικών φορολογικών δηλώσεων για έτη 2015 και 2016 λήγει στις 31/12/2021 .

Παρακολουθούμε και παρεμβαίνουμε καθημερινά για όλα τα σοβαρά Ασφαλιστικά και Οικονομικά μας προβλήματα και για ότι νεότερο θα ενημερώσουμε έγκαιρα και έγκυρα.

One thought on “ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΜΑΣ

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.